Τον συγγραφέα Πέτρο Κουτσιαμπασάκο και το νέο του βιβλίου
"Πόλη Παιδιών"
Tου Κώστα Αγοραστού
Το μυθιστόρημα του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου, Πόλη Παιδιών, ξεκινά με μια από τις ωραιότερες σκηνές που έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια σε μυθιστόρημα. Ο ήρωας, ένα παιδί στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, σκαρφαλώνει σ’ ένα κυπαρίσσι, και με εντυπωσιακή επιδεξιότητα μεταφέρεται από το ένα δένδρο στο άλλο είτε πατώντας στα κλαδιά του είτε κάνοντας βουτιές στο κενό με τη βοήθεια των ευλύγιστων κορυφών. Η περιγραφή αυτή μας προδιαθέτει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα άκρως «σωματικό» και λάτρη της λεπτομέρειας της κίνησης του σώματος.
Η ιστορία έχει ως εξής: Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και ο μικρός Γιώργος Χαλκίτης μεταφέρεται από το θείο του σε μια Παιδόπολη, έξω από τη Θεσσαλονίκη, και παρακολουθεί τις τάξεις του Δημοτικού εσώκλειστος. Όλα αυτά τα χρόνια επικοινωνεί με τη μητέρα του μέσω γραμμάτων και περιμένει μια επίσκεψή της. Ο Χαλκίτης μεγαλώνει, η δημοκρατία στη χώρα αποκαθίσταται αλλά οι αλλαγές μέσα στην Παιδόπολη είναι τυπικές και επιφανειακές. Οι σχέσεις των παιδιών, οι αποδράσεις τους στο κοντινό χωριό και στο παρακείμενο δάσος καθώς και ένα ταξίδι-φυγή του Χαλκίτη στην Αθήνα συνθέτουν τον καμβά της υπόθεσης.
Η δομή του μυθιστορήματος είναι άρτια. Με την τεχνική των πολλαπλών φλασμπάκ ο ήρωας μεταφέρεται στο παρελθόν, στις πρώτες μέρες που έφτασε στην Παιδόπολη, στις πρώτες τάξεις, στην αρχική ανίχνευση του χώρου. Αλλά και πιο πίσω. Στο σπίτι του με τη μητέρα του, στις βόλτες τους στην Αθήνα, στις πλατείες, στη μυρωδιά των μαλλιών της. Ο Κουτσιαμπασάκος δεν προσπάθησε να παρακολουθήσει τη διανοητική εξέλιξη του ήρωά του αλλά τη σωματική. Οι μάχες σώμα με σώμα των παιδιών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, το σκασιαρχείο και η ορειβασία στην κορυφή του βουνού, στις παρυφές του οποίου βρισκόταν η Παιδόπολη, οι μοναχικές εξερευνήσεις των δέντρων του προαυλίου.
Η γλώσσα του σώματος διαμόρφωσε και τη γλώσσα του βιβλίου. Το σώμα έτρεχε και οι περιγραφές γίνονταν σφιχτές, ασθματικές. Το σώμα έμενε μετέωρο (υπέροχο το «πάγωμα» του χρόνου κατά την άφιξη του ήρωα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Αθηνών) και η γλώσσα ακολουθούσε. Το σώμα συγκινούταν και η γλώσσα το συνέτρεχε.
Από την αρχή του βιβλίου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Κουτσιαμπασάκος αγαπάει τον ήρωά του. Του συμπεριφέρεται με τρυφερότητα, με δικαιοσύνη. Η άγνωστη κυρία Λυδία εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή και είναι το σωστό πρόσωπο. Τον οδηγεί με ασφάλεια σε αυτό που το σώμα του (και πάλι) ήθελε περισσότερο από κάθε τι άλλο εξερευνήσει. Την αγκαλιά της μητέρας του.
Με το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου να προέρχεται από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, ο Κουτσιαμπασάκος κατάφερε να διαχειριστεί το υλικό του με έναν ζηλευτά λογοτεχνικό τρόπο, αποφεύγοντας υπερβολές, μελό στοιχεία και καταγγελτικό τόνο για τις συνθήκες διαβίωσης στην Παιδόπολη. Μας έδωσε ένα μυθιστόρημα που βρίθει από ζωή, αριστοτεχνικές περιγραφές και γειωμένο λυρισμό όσο λίγα.
ΔΕΥΤΕΡΑ 21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 7ΜΜ ΜΠΑΡ ΒΡΑΖΙΛΙΑΝΑ ΠΛ. ΜΕΡΚΟΥΡΗ ΑΝΩ ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ